- δογκιχωτικός
- -ή, -ό και δονκιχωτικός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι. Σκυλίτση].
Dictionary of Greek. 2013.